Το λαούτο: η κρητική έκφραση των λεπτότερων και ευγενέστερων συναισθημάτων

Το κρητικό λαούτο (ή λαγούτο, στη μεσαιωνική ελληνική: λαβούτο) είναι χορδόφωνο (έγχορδο) όργανο με τέσσερα ζεύγη μεταλλικών χορδών, μακρύ βραχίονα και διαστήματα (τάστα), στην αρχετυπική του μορφή κινητά (μπερντέδες). Ανήκει στην κατηγορία των νυκτών οργάνων, ήτοι των εγχόρδων από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη νύξη των χορδών (δηλ. το τράβηγμά τους) από τον οργανοπαίκτη είτε με τα δάκτυλά του είτε με πένα. Τα όργανα αυτά διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α) τα Λαουτοειδή, β) τις Άρπες και, γ) οι Τσίτερες (Zithers). Η ετυμολογία της ονομασίας «λαούτο» δεν είναι ξεκάθαρη. Είτε αποδίδεται σε παραφθορά του αραβικού “al –‘ūd” (το ούτι), που σημαίνει «το εύκαμπτο ραβδί» και, συνεκδοχικά, «κομμάτι ξύλου» είτε προέρχεται από το συνδυασμό των μουσικών φθόγγων λα και ουτ (σημερινό ντο), οι οποίες βρίσκονται στη αρχή και στο τέλος του «εξάχορδου μουσικού συστήματος» (ut re mi fa sol la), ευρέως εφαρμοζόμενου στην μουσική θεωρία της Δύσης κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, την περίοδο κατά την οποία (14ος-18ος αι. μ.Χ.) το ευρωπαϊκό λαούτο ήταν το πλέον διαδεδομένο μουσικό όργανο. Η ρευστότητα ενισχύεται από την ταυτόσημη ετυμολογία των όρων «ούτι» και «λαούτο», μολονότι τα δύο όργανα διαφοροποιούνται έντονα μεταξύ τους.

Μέλος της οικογένειας των λαουτοειδών με μακρύ βραχίονα, το κρητικό λαούτο αποτελεί διασταύρωση του ταμπουρά, του ουτιού και της μάντολας. Έχει δανειστεί τη μεγάλη, στρογγυλή σκάφη από το ούτι. Ωστόσο, σε αντίθεση με το άταστο και με κοντό βραχίονα ούτι, περισσότερο ομοιάζει με τον παλιό ταμπουρά, ο οποίος του έχει κληροδοτήσει τον μακρύ βραχίονα και τα κινητά τάστα και με την μάντολα ως προς τα τέσσερα ζεύγη χορδών κουρδισμένων σε ομοηχία. Η σχέση του λαούτου με τα λαουτοειδή της Ευρώπης, στα οποία ανήκει η μάντολα, είναι στενότερη στην Κρήτη, όπου οι Ενετοί δέσποσαν επί αιώνες (1204-1669 μ.Χ.), σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στην σύγχρονη μορφή του, το λαούτο πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 18ου αι., στη δυτική Κρήτη, ως όργανο ρυθμού και συνοδείας της κρητικής λύρας ή του βιολιού. Εντούτοις, έως και τις απαρχές του 20ου αι., το μπουλγαρί (ο κρητικός ταμπουράς) και το μαντολίνο (το ιταλικό όργανο που γεννήθηκε στη Νάπολη κατά το 17ο αι., άμεσος απόγονος και μικρογραφία της μάντολας) παρέμεναν τα πλέον γνωστά λαουτοειδή στην Κρήτη.

Ο ρόλος του κρητικού λαούτου δεν υπήρξε αυστηρά «πασαδορίστικος» (συνοδευτικός), δεν εξαντλούνταν, δηλαδή, στη διατήρηση του σωστού ρυθμού και της ρυθμικής αγωγής στο μουσικό έργο. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια του 20ου αι., καλλιεργήθηκε μία σολιστική τεχνική, γνωστή ως «μπερντελίδική εκτέλεση», με πατήματα δηλαδή των χορδών στους μπερντέδες, για την απόδοση του συνόλου της μελωδίας και όχι μόνον την διατήρηση του ρυθμού. Παρά τη δυσκολία της τεχνικής και του κουρδίσματος του λαούτου, καθώς και παρά την επικράτηση της ηχηρότερης λύρας ως οργάνου μελωδίας, η μπερντελίδικη εκτέλεση αποκάλυψε το μεγαλείο και τη μελωδική αξία του οργάνου, καθώς και μία «σχολή» δεξιοτεχνών λαουτιέρηδων, που καλούνται «πριμαδόροι». Ο Νίκος Μανιάς διακρίθηκε σε αυτή τη σολιστική τεχνική.

Τα αρχαιότερα καταγεγραμμένα λαουτοειδή με μακρύ βραχίονα έχει επιβεβαιωθεί, ότι χρησιμοποιούνταν στην «κοιτίδα του πολιτισμού», την Αρχαία Μεσοποταμία, συγκεκριμένα στην Ουρούκ, αρχαία πόλη των Σουμερίων στον Ευφράτη, στο σημερινό Νότιο Ιράκ, πριν από 6.000 χρόνια. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η πιθανότητα οι Πρωτο-Σουμέριοι, που μετακινήθηκαν προς την Μεσοποταμία, πιθανώς από την Ινδία ή τον Καύκασο, να έφεραν μαζί τους και το λαούτο με μακρύ βραχίονα. Στην περίπτωση αυτή, ενδεχομένως ο πρόγονος των λαουτοειδών να τοποθετείται σε φυλές της βοριοανατολικής Ασίας και η γέννησή τους σε χρονική στιγμή χαμένη στα βάθη των αιώνων, πολύ πριν την άφιξη των Ινδο-ευρωπαίων Σουμερίων στην Μεσοποταμία.

Έκτοτε, το ταξίδι των λαουτοειδών, τόσο αυτών με μακρύ βραχίονα, όσο και με κοντό, στον τόπο και το χρόνο, υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρον και με πολλές στάσεις, μέχρι την εμφάνιση του κρητικού λαούτου: Η pantur, ανάμεσα στα ανεκτίμητα πολιτισμικά στοιχεία που οι Σουμέριοι κληροδότησαν στους διάδοχους πολιτισμούς της ευρύτερης περιοχής, που περιλαμβάνει τις κοιλάδες του Τίγρη και του Ευφράτη, καθώς και των παραπόταμών τους: στους Ακκάδες, στους Βαβυλώνιους, στους Ασσύριους και στους Χετταίους. Η nefer ή nofre στην Φαραωνική Αίγυπτο, που εξελίχθηκε σε παραλλαγές με μακρύ και κοντό βραχίονα, με την κατασκευή των αιγυπτιακών λαούτων να υπερτερεί των οργάνων της Μεσοποταμίας σε κομψότητα και διάκοσμο. Οι διάφοροι τύποι αρχαιοελληνικών λαουτοειδών, ήτοι ο τετράχορδος σκίνδαψος και η πανδούρα ή πανδουρίδα (η οποία καλείται και τρίχορδο λόγω των τριών χορδών που φέρει), με περισσότερο από εμφανή την ετυμολογική σύνδεση μεταξύ του αρχαιοελληνικού όρου «πανδούρα» και της προαναφερόμενης σουμεριακής λέξης “pantur”. Τα λαούτα με μακρύ βραχίονα των Βυζαντινών χρόνων, γνωστά ως φανδούρα, θαμπούριν, θαμπούρα ή ταμπούριν, τα οποία απαντούν κυρίως στα υστεροβυζαντινά δημοτικά τραγούδια και έμμετρα λαϊκά παραμύθια, όπως το έπος του Διγενή Ακρίτα. Η ποικιλία των περσικών tars (στην περσική: “χορδή”), λαουτοειδών με μακρύ βραχίονα. Ο όρος χρησιμοποιείται με προθέματα, προκειμένου να δηλωθεί ο αριθμός των χορδών: δύο στο dotar (Αφγανιστάν, κεντρική Ασία και βόρειο Ιράν) ή τρεις στο setar (περσική κλασσική μουσική)· αλλά και το barbat, με κοντό βραχίονα, το οποίο μεταφέρθηκε από την Περσία στην Ρωσία και μετά ανατολικά, ακολουθώντας το «δρόμο του μεταξιού», στην Ινδία, στην Κίνα και τσην Ιαπωνία, όπου εξελίχθηκε στην Chitraveena, στην Pipa και στην Biwa αντιστοίχως. Το αραβικό tanbūr, έννοια γέρους για τα λαούτα με μακρύ βραχίονα που εμφανίστηκαν στην Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή, όπως η dumbura ή η άταστη dombra στην Καυκασία, η domra στην Ρωσία, το τρίχορδο tembûr στις περιοχές των Κούρδων και στο Ιράν, η άταστη tambura στην Ινδία, αλλά και το tambour ή η tamburica στην ανατολική και νότια Ευρώπη, ιδίως στην Κροατία, στη Σερβία και στην Ουγγαρία. Το επίσης αραβικό ούτι, με χαμηλό ήχο και κοντό βραχίονα, το κύριο έγχορδο στον αραβικό κόσμο, με σημαντική παρουσία και στην ελληνική, στην αρμένικη και στην εβραϊκή κουλτούρα. Το ευρωπαϊκό λαούτο, διάδοχος του αραβικού ουτιού και ταχέως διαδεδομένο στην Ευρώπη, όπου κανένα άλλο μουσικό όργανο, από την περίοδο της Αναγέννησης έως του Μπαρόκ, δεν μπόρεσε να το συναγωνιστεί σε αντοχή στο χρόνο και σε κύρος. Οι διάφορες εκδοχές οργάνου με στρογγυλή και αχλαδόσχημη σκάφη οι οποίες συνωθούνται υπό τον τίτλο säz στην Τουρκία και ταμπουρά στην Ελλάδα, οι τελευταίες με σαφείς αρχαιοελληνικές ρίζες, αλλά και ξεκάθαρους τούρκικους/ανατολικούς συνειρμούς. Στην ομάδα του säz ανήκουν, σε αύξουσα σειρά μεγέθους, ο cura (προφερόμενος «τζουράς»), ο cura bağlama ή tambura, το çöğür säz, ο bağlama, το οκτάχορδο bozuk και, μεγαλύτερα όλων το δωδεκάχορδο divan-sazi (=säz κλειστού χώρου) και το meydan sazi (=säz του δρόμου. Οι ταμπουράδες απαρτίζονται από το μπουλγαρί (τρίχορδο με θρηνιτικό ήχο, γνωστό ως üçtelli säz στα δυτικά τμήματα της Τουρκίας και ως bulghari στους νομάδες της οροσειράς του Ταύρου, ενώ συνάμα, είναι και ένα από τα ονόματα – μαζί με τα bulgariya και bulbarina- με τα οποία είναι γνωστό το säz στην Βουλγαρία), το γιογκαρί, το κιτέλι ή κιντέλι, το καβόντο, το τζιβούρι, το καραντουζένι, το γόνατο κ.α., οι περισσότεροι από τους οποίους εξέλειψαν μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ξαδέρφια του κρητικού λαούτου: το μεσαίου μεγέθους στεριανό/νησιώτικο λαούτο και το Πολίτικο ή λάουτα (στην Τουρκική: lavta ή lavut).

Η παρουσία και η χρήση του κρητικού λαούτου δεν υπήρξε ομοιόμορφη στο νησί, όπως ομοιόμορφη δεν είναι και η πολιτισμική έκφραση στις διάφορες γωνιές της Κρήτης. Το λαούτο συνιστά αναπόσπαστο μέρος της παραδοσιακής «ζυγιάς» (διμελές οργανικό συγκρότημα της δημοτικής μας μουσικής, απαρτιζόμενο από ένα όργανο μελωδίας και ένα-ενίοτε δύο-ρυθμού) στην δυτική Κρήτη και, σταδιακά από τη δεκαετία 1930-1940, στα ανατολικά μέρη του νησιού. Ακριβέστερα, η χρήση του λαούτου ήταν περιορισμένη κατά κύριο λόγο στη δυτική Κρήτη από τον 18ο αι. έως και το πρώτο τέταρτο του 20ου αι.. Την παραδοσιακή «ζυγιά» αποτελούσαν το βιολί και το λαούτο, με το μπουλγαρί να εκφράζει το αστικό λαϊκό τραγούδι και τη λύρα να απαντά κυρίως στα ανατολικά της περιοχής (επαρχία Αποκορώνου), όπου αρχικά συνυπήρχε με το βιολί. Τα κρητικά πνευστά (αερόφωνα) ήταν γνωστά στη Δυτική Κρήτη, με εξαίρεση την ασκομ(π)αντούρα.

Στο Ρέθυμνο, μέχρι τη δεκαετία 1930-1940, κυριαρχεί το μπουλγαρί στην πόλη, ενώ το μαντολίνο, η μαντόλα και η λύρα στην ευρύτερη περιοχή. Στο τέλος της δεκαετίας 1920-1930 πρωτοεμφανίζεται το λαούτο στα περίχωρα του Ρεθύμνου από το Σταύρο Ψυλλάκη-Ψύλλο από την Επισκοπή (και αργότερα, με τον Κουρκουλό από τον Πρινέ και τον Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη από το Μαλάκι). Προοδευτικά,  το λαούτο εκτοπίζει το μπουλγαρί από την πόλη, αλλά και το μαντολίνο και τη μαντόλα όπου υπήρχε η ζυγιά λύρα-μαντολίνο. Στα ορεινά και ημιορεινά, οι βοσκοί παίζουν το θαμπιόλι, την μ(π)αντούρα και (στα Ανώγεια) την ασκο(μ)παντούρα. Πριμαδόροι Ρεθεμνιώτες λαουτιέρηδες (Μπαξεβάνης, Γιάννης και Βαγγέλης Μαρκογιάννης και Νίκος Μανιάς) αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη στην κρητική μουσική, αν και εκπορεύονται από μία περιοχή, στην οποία η λύρα θεωρείται το απόλυτο μουσικό σύμβολο, με κορυφαίους λυράρηδες, όπως το Ροδινό, το Λαγό, το Μουντάκη, το Σκορδαλό. Στην τάξη των αοιδών, η φωνή του Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη υπήρξε η αρτιότερη και μελωδικότερη του πρώτου μισού του 20ου αι. και του Νίκου Μανιά του δεύτερου.

Στην Κεντρική Κρήτη, παρατηρείται η ίδια διαδοχή στην κλασική ζύγια από πλευράς συνοδευτικού οργάνου, με το λαούτο να αντικαθιστά το μαντολίνο και τη μαντόλα. Μόνο μετά το πέρας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το λαούτο εισήλθε στο Ηράκλειο από τον Ρεθεμνιώτη λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιάννη. Η δε λύρα καταλαμβάνει τη θέση, επίσης μεταπολεμικά, της βιολόλυρας (λύρα σε σχήμα βιολιού που καταγράφεται κυρίως στην επαρχία της Μεσσαράς στην Κεντρική Κρήτη, από τα τέλη του 18ου αι. έως την εποχή του Μεσοπολέμου) και του βιολιού που έως τότε κυριαρχούσε στην ευρύτερη περιοχή. Ο Λεωνίδας Κλάδος, καινοτόμος και παραγωγικός λυράρης, ο οποίος έζησε στην περιοχή της Μεσσαράς, συνέβαλε στη διάδοση του οργάνου. Τα πνευστά μουσικά όργανα βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης. Ωστόσο, τελευταία παρατηρείται μία ελπιδοφόρα ανακίνηση του ενδιαφέροντος για τα κρητικά πνευστά, στα οποία στρέφονται νέοι, κυρίως, μουσικοί.

Στην ανατολική Κρήτη, το λαούτο δεν έφθασε ποτέ. Η λύρα μεσουρανούσε έως και τις αρχές του 20ου αι., όταν το βιολί εμφανίστηκε ως εναλλακτικό όργανο μελωδίας. Με τη συνοδεία τους είχε επιφορτισθεί, πρωτίστως, το νταουλάκι, μικρό μεμβρανόφωνο κρουστό με δύο μεμβράνες, σχεδόν μέχρι τη δεκαετία 1930-1940. Το μαντολίνο εξακολουθεί να παίζεται στην ανατολική Κρήτη, ενώ ένα ακόμη όργανο που έχει καταστεί δημοφιλές τα τελευταία χρόνια ως συνοδευτικό της λύρας είναι η κιθάρα. Τούτο δεν θεωρείται θετική εξέλιξη,  καθώς η κιθάρα, κινούμενη στο πνεύμα των συγχορδιών, αναγκαία επιβάλει μία τονικότητα δυτικού τύπου σε μια διαφορετική, τροπική παράδοση.

Ατυχής θεωρείται και η σταδιακή, από τα τέλη του 20ου αι., αντικατάσταση των μπερντέδων στην κατασκευή του λαούτου με σταθερά μεταλλικά τάστα. Οι πριμαδόροι λαουτιέρηδες, όπως ο Νίκος Μανιάς, μετακινούσαν τους μπερντέδες, σύμφωνα με το δρόμο (Maqām) στο οποίο επρόκειτο να κινηθούν. Η τεχνική αυτή απαιτούσε υψηλή δεξιοτεχνία, ενώ η αντικατάσταση των τάστων, στα πρότυπα του σύγχρονου μπουζουκιού, ίσως να έχει σηματοδοτήσει την εγκατάλειψη της εκτέλεσης αυστηρά τροπικών μελωδιών και την αυξανόμενη αποδοχή είτε ενός περιορισμένου, και ευκολότερου, τροπικού ρεπερτορίου είτε δυτικότροπων κουρδισμάτων.


Συγγραφή-Επιμέλεια "Π.ΣΙΓΑΡΔΕΛΙ". Το κείμενο αποτελεί συντετμημένη εκδοχή, δίχως βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Παρακαλούμε, μην παραπέμπετε ή παραθέτετε.


«Οι δε Κρήτες, γένος ενθουσιώδες, θερμουργόν, και φιλόμολπον, οι Κρήτες, θαυμαστοί αυτοσχεδιασταί (improvisateurs) και παραμυθολόγοι, κατέστησαν, εις τας ημέρας των Δουκών, την λύραν όπλον κατά του τυρράνου μάλλον επίφοβον, παρά το τόξον...Μάτην οι κατά καιρούς Αρμοσταί καθείρξαν, εδίωξαν, ετιμώρησαν τους αλήτας Τραγουδιτάς...Οι Κρήτες του καιρού εκείνου ήγειραν δια των Τραγουδίων μνημεία, καθ’ ών δεν ίσχυσαν το πυρ και ο σίδηρος των Ενετών. Οι Τραγουδιταί της Κρήτης (περίφημοι τότε επί ηδυφωνία και ενθουσιασμώ), μόνοι γενόμενοι της εαυτών πατρίδος υπομνηματισταί, μόνοι αψευδείς χρονογράφοι των διατρεχόντων, περιήρχοντο τας κώμας και τας συνοικίας επανακαλούντες την μνήμην των Βυζαντινών αιώνων, εξυμνούντες των κεκοιμημένων τας αρετάς, διασαλπίζοντες την ευσέβειαν και τον ηρωϊσμόν των πατέρων».

Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1860), «Ιστορικά Σκηνογραφήματα», εκδιδόντος Ν. Δραγούμη, Αθήνησιν, σελ 62-63.

Νίκος Μανιάς

(17 Ιουλίου 1931- 25 Μαΐου 2012)

Από πολυμελή αγροτική οικογένεια, στερνοπαίδι του Γιώργη και της Αργυρένιας Μανιαδάκη, ο Νίκος Μανιάς έζησε φτωχικά και δύσκολα παιδικά χρόνια. Οι αντίξοες συνθήκες της εποχής του στέρησαν τα δύο από τα έξι αδέρφια του, αλλά και τον πατέρα του το 1944. Η σχολική μόρφωσή του σταμάτησε στην ηλικία των 8 ετών, με το ξέσπασμα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως συνέβη και σε πολλούς συνομηλίκους του. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής τα πέρασε στον κάμπο του χωριού του, συνδράμοντας με τη βοσκική το βιοπορισμό του σπιτιού του, όταν δεν υποχρεούταν από τους κατακτητές σε καταναγκαστική εργασία, «προνόμιο» των νεώτερων μελών των ντόπιων οικογενειών. Το κλίμα της περιόδου εκείνης βαρύ και μουντό, όμως ο κόσμος ζεστός και πρόθυμος, οι διαπροσωπικές σχέσεις ουσιαστικές κι άμεσες, απόρροια της ανάγκης των ανθρώπων να αισθάνονται ασφαλείς, προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν. «Με μεγαλώσανε πολλές μανάδες» έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Νίκος Μανιάς αναφερόμενος στην αλληλεγγύη των γυναικών του χωριού στην ανατροφή των παιδιών. Ανεξίτηλες ήταν πάντοτε μνήμες από γειτονιές λιτές και φτωχικές, αλλά πλούσιες σε χρώματα, μυρωδιές και ήχους, που λες και ανυπομονούσαν μετά τον κάματο της μέρας να έρθει η ώρα της βεγγέρας.Μικρές, αλλά πολύβουες παρέες γύρω από τις παρασιές το χειμώνα, στα στενά ή στις αυλές το καλοκαίρι, για να αποσπερίσουν και να τραγουδήσουν τους καημούς και τις πίκρες τους, πολύ συχνά με την συνοδεία μαντολίνου, ξεφεύγοντας από τα προβλήματα της σκληρής καθημερινότητας.

Το μαντολίνο, το οποίο κυριαρχούσε στα περίχωρα του Ρεθύμνου πριν ο Σταύρος Ψυλλάκης ή Ψύλλος πρωτοεμφανίσει το λαούτο στην περιοχή στα πρόθυρα της Κατοχής, ήταν τόσο η συντροφιά όσο και το μέσο έκφρασης του πατέρα του μικρού Μανιά, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διασκεδάζει με αυτό φίλους και συγχωριανούς. Ο ήχος εκείνου του μαντολίνου και οι μαντινάδες της εποχής στις βεγγέρες υπήρξαν τα πρώτα μουσικά ακούσματα του Νίκου Μανιά, ήδη από το περιβάλλον του σπιτιού του. Ακούσματα που στην πορεία διευρύνθηκαν, στα γλέντια και πανηγύρια του χωριού, όπου συμμετείχαν τοπικοί καλλιτέχνες, δεξιοτέχνες της εποχής, όπως ο περίφημος Ψύλλος. Η λαχτάρα του για ενεργή συμμετοχή σε μουσικές παρέες και η καληκέλαδη φωνή του έγιναν γρήγορα αντιληπτές από συγγενείς και συγχωριανούς. Ο αδερφός του πατέρα του, μετανάστης στην Αμερική, σε ένα ταξίδι του στη Κρήτη μετά το τέλος του πολέμου, του δώρισε μια λύρα, το δημοφιλέστερο όργανο στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου. «Η λύρα δεν ταίριαζε στα χέρια μου» ήταν αυτό που σύντομα ανακάλυψε και ζήτησε από τον μεγάλο αδερφό του Γιάννη να του πάρει ένα λαούτο. Εκείνος, μολονότι δεν συμφωνούσε ιδιαίτερα με την επιλογή του μικρού του αδερφού, του αγόρασε τελικά ένα λαούτο από τον γνωστό οργανοποιό Γ. Φραγγεδάκη (Φραγκιαδάκη) στα Χανιά, λαούτο που σώζεται ακόμα και που δεν άργησε, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, να αποδώσει καρπούς στα χέρια του 16χρονου τότε Νίκου Μανιά. Αυτό ήταν και το μουσικό όργανο που θα υπηρετούσε για τα επόμενα 60 χρόνια, με την πρώτη του ζωντανή εμφάνιση να πραγματοποιείται σε γάμο στο χωριό του το 1947 με λυράρη τον Κυριάκο Μαυράκη από τη Φυλακή Αποκορώνου.

Επόμενη καθοριστική ώθηση στην καριέρα του, καθώς ασχολούνταν πλέον επαγγελματικά με την μουσική, συνιστά η γνωριμία με τον Κώστα Μουντάκη σε πανηγύρι στον Κουρνά Αποκορώνου το 1953. «Θα έρθεις στο Ρέθυμνο να κάνουμε πρόβες για να γράψουμε δίσκο» του είπε ο Μουντάκης μετά το τέλος του πανηγυριού, έχοντας αμέσως διαπιστώσει τις ικανότητες του. Την ίδια χρονιά ολοκληρώνεται και η πρώτη δισκογραφική δουλειά με τον Μουντάκη με τίτλο: «Σαν το ζητιάνο έρχομαι», σε δίσκο 78’ στροφών. Αυτός ο δίσκος ήταν το εφαλτήριο μιας 26χρονης συνεργασίας που απέδωσε σπουδαίους σκοπούς και τραγούδια, μια νέα παρακαταθήκη που, λειτουργώντας ως σύνδεσμος με μνήμες από τη μουσική παράδοση του νησιού, έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης κρητικής μουσικής. Σύνδεσμος με θρυλικούς μουσικούς, ήδη προ του 1900, όπως οι Ρεθεμνιώτες γέρο-Πίσκοπος (Νικόλαος Πισκοπάκης) και Νικήστρατος (Νικήστρατος Αλεξανδράκης) και ο Χανιώτης Νικόλαος Κατσούλης ή Κουφιανός κι αργότερα με ένα ολόκληρο πλήθος που συνθέτει το μωσαϊκό στο οποίο ανήκουν και οι λεγόμενοι «Πρωτομάστορες» της κρητικής μουσικής, εκείνοι δηλαδή που είχαν τη δυνατότητα να ηχογραφήσουν τραγούδια και σκοπούς από το 1920 έως περίπου το 1955. Μεταξύ αυτών, οι Ρεθεμνιώτες λυράρηδες Ροδινός, Καραβίτης, Λαγουδάκης ή Λαγός, Καλογρίδης, Καρεκλάς, Πασπαράκης ή Στραβός, Παπαδογιάννης, Καντέρης ή Καντερογιώργης αλλά και ο αποκορωνιώτης Πιπεράκης ή Χαρίλαος, οι λαουτιέρηδες  Ψυλλάκης ή Ψύλλος, Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης και Κουρκουλός από το Ρέθυμνο, Μαυροδημητράκης και Κουτσουρέλης από την Κίσσαμο, ο Ρεθεμνιώτης Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης στο μπουλγαρί, οι βιολάτορες Χάρχαλης, Μαρινάκης ή Μαριανός, Σαριδάκης ή Μαύρος, Παπαδάκης ή Ναύτης από την Κίσσαμο, Δερμιτζάκης ή Δερμιτζογιάννης και Καλογερίδης από τη Σητεία. Οι λυράρηδες Θανάσης Σκορδαλός και ο Κωστής Μουντάκης αποτελούν τη γέφυρα των Πρωτομαστόρων με τις επόμενες γενιές της κρητικής μουσικής δισκογραφίας.

Πολύ αργότερα, αφού ο σπουδαίος συνεργάτης του είχε φύγει από τη ζωή, ο Νίκος Μανιάς θα δηλώσει από καρδιάς σε συνέντευξή του: «Ο Μουντάκης ήταν άρτιος καλλιτέχνης, γεννημένος γι’ αυτό. Ήταν λόγιος της κρητικής μουσικής με αρετές στην σύνθεση, το παίξιμο και το τραγούδι μοναδικές. Ήταν μεγάλη απώλεια ο χαμός του». Το 1958, Κώστας Μουντάκης και Νίκος Μανιάς ξεκίνησαν πολύμηνη περιοδεία στην Αμερική, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Είχαν έτσι την τύχη να γίνουν αποδέκτες της λαχτάρας των απόδημων Κρητών για την μουσική του τόπου τους, αλλά και να βιώσουν την απαράμιλλη φιλοξενία τους και τον μοναδικό, γνήσιο και αυθεντικό τρόπο διασκέδασής τους. «Έχω μείνει σε σπίτι κουμπάρου μου πάνω από δύο μήνες…. Και μάλιστα του κουβαλούσα και παρέα. Κάναμε μερόνυχτα να κοιμηθούμε…. Από χοροεσπερίδα σε χοροεσπερίδα και από σπίτι σε σπίτι…. Ανεξίτηλες αναμνήσεις όπου κι αν ταξίδεψα», αναπολεί ο Επισκοπιανός καλλιτέχνης. Ακολούθησαν την δεκαετία του ΄60 άλλα τρία ταξίδια στην Αμερική με το Μουντάκη, με την ίδια πάντα επιτυχία. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Νίκος Μανιάς είχε εμφανιστεί σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης μαζί, μεταξύ άλλων,με το Νίκο Σωπασή,το Λεωνίδα Κλάδο,το Νίκο Ξυλούρη,τον Βασίλη Σκουλά,διασκεδάζοντας με την φωνή και το λαούτο του τους απανταχού Κρητικούς και όχι μόνο, αφού το ρεπερτόριο της εποχής επέβαλε και τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά» μοτίβα (πχ βαλς, τάνγκο), με τα οποία μπορούσε να διασκεδάσει το σύνολο της ελληνικής Διασποράς.Είχε επισκεφτεί την Αμερική, τον Καναδά, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστρία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Αυστραλία, την Κίνα κ.α.,δημιουργώντας τον δικό του κύκλο ένθερμων και αφοσιωμένων θαυμαστών. Σε ορισμένα ταξίδια συνόδεψε τον «Όμιλο Βρακοφόρων Κρήτης» σε διεθνή μουσικοχορευτικά φεστιβάλ, κατακτώντας συχνά την πρώτη θέση, ενώ δεν ξέχασε ποτέ το ταξίδι του στην Χαβάη όπου και του ζητήθηκε να διδάξει την τέχνη του λαούτου, τις λίγες μέρες της παραμονής του, στα εκεί ελληνόπουλα.

Ο Νικός Μανιάς, εκτός της μακρόχρονης συνεργασίας του με τον Κώστα Μουντάκη, αποτέλεσε μοναδικό δίδυμο, ιδίως σε ζωντανές εμφανίσεις, με τον επίσης μεγάλο λυράρη Θανάση Σκορδαλό (διάσημο για την τεχνική του, τη ρυθμικότητα και την απόλυτη απλότητα στην έκφρασή του) με σημαντικές στιγμές και δισκογραφικά («περνάς και δεν με χαιρετάς», «πότε θα κάμει ξαστεριά», «πέρδικα όμορφο πουλί» κ.α.). Συνυπήρξε δε μουσικά με όλους τους μουσικούς της γενιάς του, αλλά και αργότερα με νεότερους καλλιτέχνες, δίνοντας τους απλόχερα την ευκαιρία να αναδείξουν το ταλέντο τους. Ενδεικτικά σημειώνονται οι συνεργασίες του με τους καταξιωμένους λυράρηδες Λεωνίδα Κλάδο, Νίκο Ξυλούρη, Σπύρο Σηφογιωργάκη, Γιώργη Καλομοίρη, Γεράσιμο Σταματογιαννάκη, Γιώργη Καλογρίδη, με τον σύντεκνό του Νίκο Σωπασή, με τον Βασίλη Σκουλά, με τον Βαγγέλη Ζαχαριουδάκη αλλά και με τους νεότερους Γιώργο Χαλκιαδάκη, Μανώλη Αλεξάκη, Στέλιο Μπικάκη, Κώστα Βερδινάκη. Συνεργάστηκε και με γνωστούς λαουτιέρηδες, όπως τους Γιάννη και Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, τον συγχωριανό και κουμπάρο του Μανώλη Κακλή, αλλά και με τους νεότερους Μιχάλη Τσουγανάκη, Στέλιο Σταματογιαννάκη, Γιώργο Μανωλιούδη, Μανόλη Βερδινάκη, Μανόλη Κονταρό και πολλούς άλλους. «Όσο κι αν διαφωνώ με τις επιλογές των νεότερων καταλαβαίνω ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες αλλά και ο τρόπος διασκέδασης. Τα γλέντια έχουν αλλάξει….. παλιά οι γάμοι είχαν 150-200 άτομα, ενώ σήμερα έχουν 1000-2000. Τότε ο κόσμος γλεντούσε διαφορετικά. Τραγουδούσαμε χωρίς μικρόφωνα, ένα λαούτο και μία λύρα, και νομίζω ακουγόμασταν καλύτερα» είχε αναφέρει με νοσταλγία, δίνοντας το στίγμα της παράδοσης που εκπροσωπούσε. Μιας παράδοσης με αυθεντική λεβεντιά και αγνούς μερακλήδες της οποίας υπήρξε γνήσιος εκφραστής.

Έχει χαρακτηριστεί «αηδόνι της Κρήτης» και «άρχοντας της κρητικής μουσικής», τίτλοι που δικαιωματικά κέρδισε με το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, το σεβασμό απέναντι στο κοινό και τους συναδέλφους του, το πάθος του για το λαούτο, τη φυσική γοητεία του, αλλά και με το μοναδικό ηχόχρωμα και την εκφραστικότητα της φωνής του. Υπήρξε ίσως ο μόνος που μπορούσε να ερμηνεύσει τόσο άρτια μουσικολογικά τα γνωστά ταμπαχανιώτικα ή αμανέδες, αλλιώς τα αστικά ή χωραΐτικα κρητικά τραγούδια. Σταθμός για την ιστορία της κρητικής μουσικής παραμένει η δισκογραφική δουλειά που τιτλοφορείται «Κρητική Λεβεντιά» (1974) και σηματοδότησε την έναρξη της δισκογραφικής συνεργασίας του με το σπουδαίο δημιουργό Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη από το Σπήλι Ρεθύμνου, συνεργασία που απέδωσε διαχρονικές επιτυχίες αστικής μουσικής με την ερμηνεία του Νίκου Μανιά, είτε διασκευές παραδοσιακών ταμπαχανιώτικων (πχ «αμέτε με εις την εκκλησιά») ή πρωτότυπες δημιουργίες σε αυτό το ύφος (πχ «πες μου και γιάντα»). Παράλληλα, το «αηδόνι της Κρήτης» θεωρείται από τους πλέον δοκιμασμένους και έμπειρους καλλιτέχνες στην απόδοση των ριζίτικων τραγουδιών με δύναμη, χάρη και ακρίβεια.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Νίκος Μανιάς πραγματοποιούσε μόνον επιλεκτικές δημόσιες καλλιτεχνικές εμφανίσεις, απολαμβάνοντας στον αγαπημένο του «κάμπο της Επισκοπής» τη συντροφιά της συζύγου του Δήμητρας, των παιδιών και εγγονιών του, αλλά και των πολύτιμων φίλων που απέκτησε σε μια δημιουργική επαγγελματική πορεία. Αποτελούσε έναν σημαντικό φορέα πολιτισμού, ενώνοντας το παλιό με το νέο, και παραμένοντας πάντα πιστός στους ήχους εκείνου του γάμου του ΄47 στο χωριό του. Τότε που του δόθηκε πρώτη φορά η δυνατότητα να ζωγραφίσει με νότες αυτό που αισθανόταν και που σηματοδότησε την αρχή ενός συναρπαστικού ταξιδιού ζωής. Το ταξίδι ζωής αυτό διακόπηκε στις 25 Μαΐου 2012. Φεύγοντας στην ηλικία των 81 ετών, ο «αρχοντας της κρητικής μουσικής» έκλεισε τον κύκλο της ζωής του ευτυχισμένος.

Μουσικά Ιδιόλεκτα

    Λαούτο
     
 

Ταμπαχανιώτικα

     
  Ριζίτικα
   

 

    Λύρα

Δισκογραφία

       

Δίσκοι 45 Στροφών

     

 

Προσωπικά Άλμπουμ

     

 

Συμμετοχές

Διαχειριστής

Νικόλαος Ν.Μανιάς

Ηλεκτρονική Διεύθυνση

info@nikosmanias.gr

 

Οι δε κρήτες, κατέστησαν, εις τας ημέρας των Δουκών, την λίραν όπλον κατά του τυρράνου, μάλλον επίφοβον, παρά το τόξον...