Το λαούτο: η κρητική έκφραση των λεπτότερων και ευγενέστερων συναισθημάτων
Το κρητικό λαούτο (ή λαγούτο, στη μεσαιωνική ελληνική: λαβούτο) είναι χορδόφωνο (έγχορδο) όργανο με τέσσερα ζεύγη μεταλλικών χορδών, μακρύ βραχίονα και διαστήματα (τάστα), στην αρχετυπική του μορφή κινητά (μπερντέδες). Ανήκει στην κατηγορία των νυκτών οργάνων, ήτοι των εγχόρδων από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη νύξη των χορδών (δηλ. το τράβηγμά τους) από τον οργανοπαίκτη είτε με τα δάκτυλά του είτε με πένα. Τα όργανα αυτά διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α) τα Λαουτοειδή, β) τις Άρπες και, γ) οι Τσίτερες (Zithers). Η ετυμολογία της ονομασίας «λαούτο» δεν είναι ξεκάθαρη. Είτε αποδίδεται σε παραφθορά του αραβικού “al –‘ūd” (το ούτι), που σημαίνει «το εύκαμπτο ραβδί» και, συνεκδοχικά, «κομμάτι ξύλου» είτε προέρχεται από το συνδυασμό των μουσικών φθόγγων λα και ουτ (σημερινό ντο), οι οποίες βρίσκονται στη αρχή και στο τέλος του «εξάχορδου μουσικού συστήματος» (ut re mi fa sol la), ευρέως εφαρμοζόμενου στην μουσική θεωρία της Δύσης κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, την περίοδο κατά την οποία (14ος-18ος αι. μ.Χ.) το ευρωπαϊκό λαούτο ήταν το πλέον διαδεδομένο μουσικό όργανο. Η ρευστότητα ενισχύεται από την ταυτόσημη ετυμολογία των όρων «ούτι» και «λαούτο», μολονότι τα δύο όργανα διαφοροποιούνται έντονα μεταξύ τους.
Μέλος της οικογένειας των λαουτοειδών με μακρύ βραχίονα, το κρητικό λαούτο αποτελεί διασταύρωση του ταμπουρά, του ουτιού και της μάντολας. Έχει δανειστεί τη μεγάλη, στρογγυλή σκάφη από το ούτι. Ωστόσο, σε αντίθεση με το άταστο και με κοντό βραχίονα ούτι, περισσότερο ομοιάζει με τον παλιό ταμπουρά, ο οποίος του έχει κληροδοτήσει τον μακρύ βραχίονα και τα κινητά τάστα και με την μάντολα ως προς τα τέσσερα ζεύγη χορδών κουρδισμένων σε ομοηχία. Η σχέση του λαούτου με τα λαουτοειδή της Ευρώπης, στα οποία ανήκει η μάντολα, είναι στενότερη στην Κρήτη, όπου οι Ενετοί δέσποσαν επί αιώνες (1204-1669 μ.Χ.), σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στην σύγχρονη μορφή του, το λαούτο πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 18ου αι., στη δυτική Κρήτη, ως όργανο ρυθμού και συνοδείας της κρητικής λύρας ή του βιολιού. Εντούτοις, έως και τις απαρχές του 20ου αι., το μπουλγαρί (ο κρητικός ταμπουράς) και το μαντολίνο (το ιταλικό όργανο που γεννήθηκε στη Νάπολη κατά το 17ο αι., άμεσος απόγονος και μικρογραφία της μάντολας) παρέμεναν τα πλέον γνωστά λαουτοειδή στην Κρήτη.
Ο ρόλος του κρητικού λαούτου δεν υπήρξε αυστηρά «πασαδορίστικος» (συνοδευτικός), δεν εξαντλούνταν, δηλαδή, στη διατήρηση του σωστού ρυθμού και της ρυθμικής αγωγής στο μουσικό έργο. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια του 20ου αι., καλλιεργήθηκε μία σολιστική τεχνική, γνωστή ως «μπερντελίδική εκτέλεση», με πατήματα δηλαδή των χορδών στους μπερντέδες, για την απόδοση του συνόλου της μελωδίας και όχι μόνον την διατήρηση του ρυθμού. Παρά τη δυσκολία της τεχνικής και του κουρδίσματος του λαούτου, καθώς και παρά την επικράτηση της ηχηρότερης λύρας ως οργάνου μελωδίας, η μπερντελίδικη εκτέλεση αποκάλυψε το μεγαλείο και τη μελωδική αξία του οργάνου, καθώς και μία «σχολή» δεξιοτεχνών λαουτιέρηδων, που καλούνται «πριμαδόροι». Ο Νίκος Μανιάς διακρίθηκε σε αυτή τη σολιστική τεχνική.
Τα αρχαιότερα καταγεγραμμένα λαουτοειδή με μακρύ βραχίονα έχει επιβεβαιωθεί, ότι χρησιμοποιούνταν στην «κοιτίδα του πολιτισμού», την Αρχαία Μεσοποταμία, συγκεκριμένα στην Ουρούκ, αρχαία πόλη των Σουμερίων στον Ευφράτη, στο σημερινό Νότιο Ιράκ, πριν από 6.000 χρόνια. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η πιθανότητα οι Πρωτο-Σουμέριοι, που μετακινήθηκαν προς την Μεσοποταμία, πιθανώς από την Ινδία ή τον Καύκασο, να έφεραν μαζί τους και το λαούτο με μακρύ βραχίονα. Στην περίπτωση αυτή, ενδεχομένως ο πρόγονος των λαουτοειδών να τοποθετείται σε φυλές της βοριοανατολικής Ασίας και η γέννησή τους σε χρονική στιγμή χαμένη στα βάθη των αιώνων, πολύ πριν την άφιξη των Ινδο-ευρωπαίων Σουμερίων στην Μεσοποταμία.
Έκτοτε, το ταξίδι των λαουτοειδών, τόσο αυτών με μακρύ βραχίονα, όσο και με κοντό, στον τόπο και το χρόνο, υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρον και με πολλές στάσεις, μέχρι την εμφάνιση του κρητικού λαούτου: Η pantur, ανάμεσα στα ανεκτίμητα πολιτισμικά στοιχεία που οι Σουμέριοι κληροδότησαν στους διάδοχους πολιτισμούς της ευρύτερης περιοχής, που περιλαμβάνει τις κοιλάδες του Τίγρη και του Ευφράτη, καθώς και των παραπόταμών τους: στους Ακκάδες, στους Βαβυλώνιους, στους Ασσύριους και στους Χετταίους. Η nefer ή nofre στην Φαραωνική Αίγυπτο, που εξελίχθηκε σε παραλλαγές με μακρύ και κοντό βραχίονα, με την κατασκευή των αιγυπτιακών λαούτων να υπερτερεί των οργάνων της Μεσοποταμίας σε κομψότητα και διάκοσμο. Οι διάφοροι τύποι αρχαιοελληνικών λαουτοειδών, ήτοι ο τετράχορδος σκίνδαψος και η πανδούρα ή πανδουρίδα (η οποία καλείται και τρίχορδο λόγω των τριών χορδών που φέρει), με περισσότερο από εμφανή την ετυμολογική σύνδεση μεταξύ του αρχαιοελληνικού όρου «πανδούρα» και της προαναφερόμενης σουμεριακής λέξης “pantur”. Τα λαούτα με μακρύ βραχίονα των Βυζαντινών χρόνων, γνωστά ως φανδούρα, θαμπούριν, θαμπούρα ή ταμπούριν, τα οποία απαντούν κυρίως στα υστεροβυζαντινά δημοτικά τραγούδια και έμμετρα λαϊκά παραμύθια, όπως το έπος του Διγενή Ακρίτα. Η ποικιλία των περσικών tars (στην περσική: “χορδή”), λαουτοειδών με μακρύ βραχίονα. Ο όρος χρησιμοποιείται με προθέματα, προκειμένου να δηλωθεί ο αριθμός των χορδών: δύο στο dotar (Αφγανιστάν, κεντρική Ασία και βόρειο Ιράν) ή τρεις στο setar (περσική κλασσική μουσική)· αλλά και το barbat, με κοντό βραχίονα, το οποίο μεταφέρθηκε από την Περσία στην Ρωσία και μετά ανατολικά, ακολουθώντας το «δρόμο του μεταξιού», στην Ινδία, στην Κίνα και τσην Ιαπωνία, όπου εξελίχθηκε στην Chitraveena, στην Pipa και στην Biwa αντιστοίχως. Το αραβικό tanbūr, έννοια γέρους για τα λαούτα με μακρύ βραχίονα που εμφανίστηκαν στην Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή, όπως η dumbura ή η άταστη dombra στην Καυκασία, η domra στην Ρωσία, το τρίχορδο tembûr στις περιοχές των Κούρδων και στο Ιράν, η άταστη tambura στην Ινδία, αλλά και το tambour ή η tamburica στην ανατολική και νότια Ευρώπη, ιδίως στην Κροατία, στη Σερβία και στην Ουγγαρία. Το επίσης αραβικό ούτι, με χαμηλό ήχο και κοντό βραχίονα, το κύριο έγχορδο στον αραβικό κόσμο, με σημαντική παρουσία και στην ελληνική, στην αρμένικη και στην εβραϊκή κουλτούρα. Το ευρωπαϊκό λαούτο, διάδοχος του αραβικού ουτιού και ταχέως διαδεδομένο στην Ευρώπη, όπου κανένα άλλο μουσικό όργανο, από την περίοδο της Αναγέννησης έως του Μπαρόκ, δεν μπόρεσε να το συναγωνιστεί σε αντοχή στο χρόνο και σε κύρος. Οι διάφορες εκδοχές οργάνου με στρογγυλή και αχλαδόσχημη σκάφη οι οποίες συνωθούνται υπό τον τίτλο säz στην Τουρκία και ταμπουρά στην Ελλάδα, οι τελευταίες με σαφείς αρχαιοελληνικές ρίζες, αλλά και ξεκάθαρους τούρκικους/ανατολικούς συνειρμούς. Στην ομάδα του säz ανήκουν, σε αύξουσα σειρά μεγέθους, ο cura (προφερόμενος «τζουράς»), ο cura bağlama ή tambura, το çöğür säz, ο bağlama, το οκτάχορδο bozuk και, μεγαλύτερα όλων το δωδεκάχορδο divan-sazi (=säz κλειστού χώρου) και το meydan sazi (=säz του δρόμου. Οι ταμπουράδες απαρτίζονται από το μπουλγαρί (τρίχορδο με θρηνιτικό ήχο, γνωστό ως üçtelli säz στα δυτικά τμήματα της Τουρκίας και ως bulghari στους νομάδες της οροσειράς του Ταύρου, ενώ συνάμα, είναι και ένα από τα ονόματα – μαζί με τα bulgariya και bulbarina- με τα οποία είναι γνωστό το säz στην Βουλγαρία), το γιογκαρί, το κιτέλι ή κιντέλι, το καβόντο, το τζιβούρι, το καραντουζένι, το γόνατο κ.α., οι περισσότεροι από τους οποίους εξέλειψαν μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ξαδέρφια του κρητικού λαούτου: το μεσαίου μεγέθους στεριανό/νησιώτικο λαούτο και το Πολίτικο ή λάουτα (στην Τουρκική: lavta ή lavut).
Η παρουσία και η χρήση του κρητικού λαούτου δεν υπήρξε ομοιόμορφη στο νησί, όπως ομοιόμορφη δεν είναι και η πολιτισμική έκφραση στις διάφορες γωνιές της Κρήτης. Το λαούτο συνιστά αναπόσπαστο μέρος της παραδοσιακής «ζυγιάς» (διμελές οργανικό συγκρότημα της δημοτικής μας μουσικής, απαρτιζόμενο από ένα όργανο μελωδίας και ένα-ενίοτε δύο-ρυθμού) στην δυτική Κρήτη και, σταδιακά από τη δεκαετία 1930-1940, στα ανατολικά μέρη του νησιού. Ακριβέστερα, η χρήση του λαούτου ήταν περιορισμένη κατά κύριο λόγο στη δυτική Κρήτη από τον 18ο αι. έως και το πρώτο τέταρτο του 20ου αι.. Την παραδοσιακή «ζυγιά» αποτελούσαν το βιολί και το λαούτο, με το μπουλγαρί να εκφράζει το αστικό λαϊκό τραγούδι και τη λύρα να απαντά κυρίως στα ανατολικά της περιοχής (επαρχία Αποκορώνου), όπου αρχικά συνυπήρχε με το βιολί. Τα κρητικά πνευστά (αερόφωνα) ήταν γνωστά στη Δυτική Κρήτη, με εξαίρεση την ασκομ(π)αντούρα.
Στο Ρέθυμνο, μέχρι τη δεκαετία 1930-1940, κυριαρχεί το μπουλγαρί στην πόλη, ενώ το μαντολίνο, η μαντόλα και η λύρα στην ευρύτερη περιοχή. Στο τέλος της δεκαετίας 1920-1930 πρωτοεμφανίζεται το λαούτο στα περίχωρα του Ρεθύμνου από το Σταύρο Ψυλλάκη-Ψύλλο από την Επισκοπή (και αργότερα, με τον Κουρκουλό από τον Πρινέ και τον Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη από το Μαλάκι). Προοδευτικά, το λαούτο εκτοπίζει το μπουλγαρί από την πόλη, αλλά και το μαντολίνο και τη μαντόλα όπου υπήρχε η ζυγιά λύρα-μαντολίνο. Στα ορεινά και ημιορεινά, οι βοσκοί παίζουν το θαμπιόλι, την μ(π)αντούρα και (στα Ανώγεια) την ασκο(μ)παντούρα. Πριμαδόροι Ρεθεμνιώτες λαουτιέρηδες (Μπαξεβάνης, Γιάννης και Βαγγέλης Μαρκογιάννης και Νίκος Μανιάς) αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη στην κρητική μουσική, αν και εκπορεύονται από μία περιοχή, στην οποία η λύρα θεωρείται το απόλυτο μουσικό σύμβολο, με κορυφαίους λυράρηδες, όπως το Ροδινό, το Λαγό, το Μουντάκη, το Σκορδαλό. Στην τάξη των αοιδών, η φωνή του Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη υπήρξε η αρτιότερη και μελωδικότερη του πρώτου μισού του 20ου αι. και του Νίκου Μανιά του δεύτερου.
Στην Κεντρική Κρήτη, παρατηρείται η ίδια διαδοχή στην κλασική ζύγια από πλευράς συνοδευτικού οργάνου, με το λαούτο να αντικαθιστά το μαντολίνο και τη μαντόλα. Μόνο μετά το πέρας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το λαούτο εισήλθε στο Ηράκλειο από τον Ρεθεμνιώτη λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιάννη. Η δε λύρα καταλαμβάνει τη θέση, επίσης μεταπολεμικά, της βιολόλυρας (λύρα σε σχήμα βιολιού που καταγράφεται κυρίως στην επαρχία της Μεσσαράς στην Κεντρική Κρήτη, από τα τέλη του 18ου αι. έως την εποχή του Μεσοπολέμου) και του βιολιού που έως τότε κυριαρχούσε στην ευρύτερη περιοχή. Ο Λεωνίδας Κλάδος, καινοτόμος και παραγωγικός λυράρης, ο οποίος έζησε στην περιοχή της Μεσσαράς, συνέβαλε στη διάδοση του οργάνου. Τα πνευστά μουσικά όργανα βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης. Ωστόσο, τελευταία παρατηρείται μία ελπιδοφόρα ανακίνηση του ενδιαφέροντος για τα κρητικά πνευστά, στα οποία στρέφονται νέοι, κυρίως, μουσικοί.
Στην ανατολική Κρήτη, το λαούτο δεν έφθασε ποτέ. Η λύρα μεσουρανούσε έως και τις αρχές του 20ου αι., όταν το βιολί εμφανίστηκε ως εναλλακτικό όργανο μελωδίας. Με τη συνοδεία τους είχε επιφορτισθεί, πρωτίστως, το νταουλάκι, μικρό μεμβρανόφωνο κρουστό με δύο μεμβράνες, σχεδόν μέχρι τη δεκαετία 1930-1940. Το μαντολίνο εξακολουθεί να παίζεται στην ανατολική Κρήτη, ενώ ένα ακόμη όργανο που έχει καταστεί δημοφιλές τα τελευταία χρόνια ως συνοδευτικό της λύρας είναι η κιθάρα. Τούτο δεν θεωρείται θετική εξέλιξη, καθώς η κιθάρα, κινούμενη στο πνεύμα των συγχορδιών, αναγκαία επιβάλει μία τονικότητα δυτικού τύπου σε μια διαφορετική, τροπική παράδοση.
Ατυχής θεωρείται και η σταδιακή, από τα τέλη του 20ου αι., αντικατάσταση των μπερντέδων στην κατασκευή του λαούτου με σταθερά μεταλλικά τάστα. Οι πριμαδόροι λαουτιέρηδες, όπως ο Νίκος Μανιάς, μετακινούσαν τους μπερντέδες, σύμφωνα με το δρόμο (Maqām) στο οποίο επρόκειτο να κινηθούν. Η τεχνική αυτή απαιτούσε υψηλή δεξιοτεχνία, ενώ η αντικατάσταση των τάστων, στα πρότυπα του σύγχρονου μπουζουκιού, ίσως να έχει σηματοδοτήσει την εγκατάλειψη της εκτέλεσης αυστηρά τροπικών μελωδιών και την αυξανόμενη αποδοχή είτε ενός περιορισμένου, και ευκολότερου, τροπικού ρεπερτορίου είτε δυτικότροπων κουρδισμάτων.
Συγγραφή-Επιμέλεια "Π.ΣΙΓΑΡΔΕΛΙ". Το κείμενο αποτελεί συντετμημένη εκδοχή, δίχως βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Παρακαλούμε, μην παραπέμπετε ή παραθέτετε.